γενετή

γενετή
(genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά έχουν μεγάλη ουρά, στη βάση της οποίας υπάρχει μια μικρή σακούλα, ο αδενοφόρος θύλακας, που περιέχει ένα παχύρρευστο υγρό, το ζίβεθο, χρήσιμο στην αρωματοποιία (λέγεται επίσης ζιβέτιο και μόσχος). Τα ζώα αυτά μοιάζουν πολύ με τις λεοπαρδάλεις και τρέφονται με πουλιά, ποντίκια και μικρά θηλαστικά. Ποικιλίες τους ζουν στην Ευρώπη και κυρίως στη νότια Γαλλία και στη βόρεια Ισπανία.
* * *
η (AM γενετή)
(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή τής γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του
αρχ.-μσν.
η στιγμή τής γέννησης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τή
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< *γεν∂-) τής ρ. γεν- τού γίγνομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γενετῇ — γενετή the hour of birth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετή — the hour of birth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέτῃ — γενέτης begetter masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῆς — γενετή the hour of birth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῇσι — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετῇσιν — γενετή the hour of birth fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενετήν — γενετή the hour of birth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γενετάρχης — γενετάρχης, ο (Μ) ο Δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενετή + άρχης < άρχω] …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”