- γενετή
- (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά έχουν μεγάλη ουρά, στη βάση της οποίας υπάρχει μια μικρή σακούλα, ο αδενοφόρος θύλακας, που περιέχει ένα παχύρρευστο υγρό, το ζίβεθο, χρήσιμο στην αρωματοποιία (λέγεται επίσης ζιβέτιο και μόσχος). Τα ζώα αυτά μοιάζουν πολύ με τις λεοπαρδάλεις και τρέφονται με πουλιά, ποντίκια και μικρά θηλαστικά. Ποικιλίες τους ζουν στην Ευρώπη και κυρίως στη νότια Γαλλία και στη βόρεια Ισπανία.
* * *η (AM γενετή)(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή τής γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού τουαρχ.-μσν.η στιγμή τής γέννησης κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τήαπό τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< *γεν∂-) τής ρ. γεν- τού γίγνομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.